κολυμβώ

κολυμβώ
(α) αμετ.
1) плавать; 2) купаться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κολυμβώ" в других словарях:

  • κολυμβώ — κολυμβῶ, άω (AM) βλ. κολυμπώ …   Dictionary of Greek

  • κολυμβῶ — κολυμβάω dive pres imperat mp 2nd sg κολυμβάω dive pres subj act 1st sg (attic epic ionic) κολυμβάω dive pres ind act 1st sg (attic epic ionic) κολυμβάω dive pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) κολυμβάω dive pres ind act 1st sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολύμβῳ — κόλυμβος *Mens. masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολυμφώ — κολυμβῶ, άω (Α) (δωρ. τ.) βλ. κολυμπώ …   Dictionary of Greek

  • κολυμβίζω — (Μ) κολυμβώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. ἐκολύμβησα τού κολυμβῶ κατά το σχήμα γέμισα: γεμίζω] …   Dictionary of Greek

  • NOE — Latine tessatio, vel requies. Unde Hesychius: Νῶε, ἀνάπαυσις, (ideoque ridicule Suidas: Νῶε, ὄνομα κύριον, παρὰ τὸ νῶ, τὸ κολυμβῶ, scil. quod in arca inclusus, in mediis aquis antârit) fil. Lamech, natua A. M. 1057. vir Deo gratus, quem, cum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ακόλυμβος — ἀκόλυμβος, ον (Α) αυτός που δεν είναι ικανός στην κολύμβηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κολυμβῶ] …   Dictionary of Greek

  • ανακολυμβώ — ἀνακολυμβῶ ( άω) (Α) 1. κολυμπώ και βγαίνω στην επιφάνεια 2. ανασύρω κάτι από τον πυθμένα στην επιφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κολυμβῶ] …   Dictionary of Greek

  • κολυμβήθρα — Ανοιχτή δεξαμενή νερού, που κατά την αρχαιότητα χρησίμευε για λουτρό (κ. του Σιλωάμ) ή για κολύμβηση (κ. των αρχαίων ελληνικών γυμναστηρίων για την εκγύμναση των αθλητών)· ήταν κάτι ανάλογο με τη σημερινή πισίνα. Στην Εκκλησία, κ. ονομάζεται το… …   Dictionary of Greek

  • κολυμβητήρ — κολυμβητήρ, ῆρος, ὁ (Α) [κολυμβώ] κολυμβητής* …   Dictionary of Greek

  • κολυμβητής — ο θηλ. ήτρια (AM κολυμβητής) [κολυμβώ] αυτός που κολυμπάει ή που ξέρει να κολυμπάει (α. «ένας δεινός κολυμβητής έσωσε το παιδάκι από βέβαιο πνιγμό» β. «χειμερινός κολυμβητής» γ. «κολυμβῶσι... οἱ κολυμβηταί... ὅτι ἐπίστανται», Πλάτ.) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»